μερινό

μερινό
το
(λ. ισπαν.)
1. είδος προβάτου με κάτασπρο και άφθονο μαλλί.
2. το ύφασμα από το μαλλί μερινού προβάτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μερινός — Ράτσα προβάτου μεσαίου μεγέθους, που είναι περιζήτητο για την άφθονη παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας μαλλιού. Φαίνεται ότι τα μ. κατάγονται από μια αφρικανική ράτσα (Ovis aries africana), η οποία εισήχθηκε εδώ και πολλούς αιώνες στην Ισπανία και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”